στουμπίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /stumˈbi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στου‐μπί‐ζω
Ρήμα
στουμπίζω (παθητική φωνή: στουμπίζομαι)
Συγγενικά
- αστούμπιστος / αστούμπητος / αστούμπιχτος
- σκορδοστούμπι
- στούμπισμα / στούμπημα
- στουμπισμένος / στουμπηγμένος / στουμπημένος
- στουμπιστά
- στουμπιστός
- → δείτε τη λέξη στούμπος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | στουμπίζω | στούμπιζα | θα στουμπίζω | να στουμπίζω | στουμπίζοντας | |
| β' ενικ. | στουμπίζεις | στούμπιζες | θα στουμπίζεις | να στουμπίζεις | στούμπιζε | |
| γ' ενικ. | στουμπίζει | στούμπιζε | θα στουμπίζει | να στουμπίζει | ||
| α' πληθ. | στουμπίζουμε | στουμπίζαμε | θα στουμπίζουμε | να στουμπίζουμε | ||
| β' πληθ. | στουμπίζετε | στουμπίζατε | θα στουμπίζετε | να στουμπίζετε | στουμπίζετε | |
| γ' πληθ. | στουμπίζουν(ε) | στούμπιζαν στουμπίζαν(ε) |
θα στουμπίζουν(ε) | να στουμπίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | στούμπισα | θα στουμπίσω | να στουμπίσω | στουμπίσει | ||
| β' ενικ. | στούμπισες | θα στουμπίσεις | να στουμπίσεις | στούμπισε | ||
| γ' ενικ. | στούμπισε | θα στουμπίσει | να στουμπίσει | |||
| α' πληθ. | στουμπίσαμε | θα στουμπίσουμε | να στουμπίσουμε | |||
| β' πληθ. | στουμπίσατε | θα στουμπίσετε | να στουμπίσετε | στουμπίστε | ||
| γ' πληθ. | στούμπισαν στουμπίσαν(ε) |
θα στουμπίσουν(ε) | να στουμπίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω στουμπίσει | είχα στουμπίσει | θα έχω στουμπίσει | να έχω στουμπίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις στουμπίσει | είχες στουμπίσει | θα έχεις στουμπίσει | να έχεις στουμπίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει στουμπίσει | είχε στουμπίσει | θα έχει στουμπίσει | να έχει στουμπίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε στουμπίσει | είχαμε στουμπίσει | θα έχουμε στουμπίσει | να έχουμε στουμπίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε στουμπίσει | είχατε στουμπίσει | θα έχετε στουμπίσει | να έχετε στουμπίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν στουμπίσει | είχαν στουμπίσει | θα έχουν στουμπίσει | να έχουν στουμπίσει |
| |
Μεταφράσεις
στουμπίζω
|
|
Πηγές
- στουμπίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στουμπίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- στουμπίζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- στούμπος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: στούμπος
Αναφορές
- στούμπος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- στουμπίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- στουμπίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.