μωλωπίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μωλωπίζω < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μώλωψ + -ίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /mo.loˈpi.zo/

Ρήμα

μωλωπίζω

  • προκαλώ μώλωπες σε κάποιον χτυπώντας τον

Συνώνυμα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.