αστούμπιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αστούμπιστος | η | αστούμπιστη | το | αστούμπιστο |
| γενική | του | αστούμπιστου | της | αστούμπιστης | του | αστούμπιστου |
| αιτιατική | τον | αστούμπιστο | την | αστούμπιστη | το | αστούμπιστο |
| κλητική | αστούμπιστε | αστούμπιστη | αστούμπιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αστούμπιστοι | οι | αστούμπιστες | τα | αστούμπιστα |
| γενική | των | αστούμπιστων | των | αστούμπιστων | των | αστούμπιστων |
| αιτιατική | τους | αστούμπιστους | τις | αστούμπιστες | τα | αστούμπιστα |
| κλητική | αστούμπιστοι | αστούμπιστες | αστούμπιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- αστούμπητος
- αστούμπιχτος
Αντώνυμα
- στουμπισμένος
- στουμπημένος
- στουμπηγμένος
Μεταφράσεις
αστούμπιστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.