στουμπίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | στουμπίζομαι | στουμπιζόμουν(α) | θα στουμπίζομαι | να στουμπίζομαι | ||
| β' ενικ. | στουμπίζεσαι | στουμπιζόσουν(α) | θα στουμπίζεσαι | να στουμπίζεσαι | (στουμπίζου) | |
| γ' ενικ. | στουμπίζεται | στουμπιζόταν(ε) | θα στουμπίζεται | να στουμπίζεται | ||
| α' πληθ. | στουμπιζόμαστε | στουμπιζόμαστε στουμπιζόμασταν |
θα στουμπιζόμαστε | να στουμπιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | στουμπίζεστε | στουμπιζόσαστε στουμπιζόσασταν |
θα στουμπίζεστε | να στουμπίζεστε | (στουμπίζεστε) | |
| γ' πληθ. | στουμπίζονται | στουμπίζονταν στουμπιζόντουσαν |
θα στουμπίζονται | να στουμπίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | στουμπίστηκα | θα στουμπιστώ | να στουμπιστώ | στουμπιστεί | ||
| β' ενικ. | στουμπίστηκες | θα στουμπιστείς | να στουμπιστείς | στουμπίσου | ||
| γ' ενικ. | στουμπίστηκε | θα στουμπιστεί | να στουμπιστεί | |||
| α' πληθ. | στουμπιστήκαμε | θα στουμπιστούμε | να στουμπιστούμε | |||
| β' πληθ. | στουμπιστήκατε | θα στουμπιστείτε | να στουμπιστείτε | στουμπιστείτε | ||
| γ' πληθ. | στουμπίστηκαν στουμπιστήκαν(ε) |
θα στουμπιστούν(ε) | να στουμπιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω στουμπιστεί | είχα στουμπιστεί | θα έχω στουμπιστεί | να έχω στουμπιστεί | στουμπισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις στουμπιστεί | είχες στουμπιστεί | θα έχεις στουμπιστεί | να έχεις στουμπιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει στουμπιστεί | είχε στουμπιστεί | θα έχει στουμπιστεί | να έχει στουμπιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε στουμπιστεί | είχαμε στουμπιστεί | θα έχουμε στουμπιστεί | να έχουμε στουμπιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε στουμπιστεί | είχατε στουμπιστεί | θα έχετε στουμπιστεί | να έχετε στουμπιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν στουμπιστεί | είχαν στουμπιστεί | θα έχουν στουμπιστεί | να έχουν στουμπιστεί | ||
Μεταφράσεις
στουμπίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.