στιγμιαίο

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή επιθέτου

στιγμιαίο

  1. στιγμιαίος, στην αιτιατική του ενικού

στιγμιαίο, ουδέτερο του στιγμιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.