στιγμιαία

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στιγμιαία < στιγμιαίος

Επίρρημα

στιγμιαία

  1. για μια στιγμή, για ελάχιστο χρονικό διάστημα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

στιγμιαία

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του στιγμιαίος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του στιγμιαίος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.