στεφανιαίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στεφανιαίος | η | στεφανιαία | το | στεφανιαίο |
| γενική | του | στεφανιαίου | της | στεφανιαίας | του | στεφανιαίου |
| αιτιατική | τον | στεφανιαίο | τη | στεφανιαία | το | στεφανιαίο |
| κλητική | στεφανιαίε | στεφανιαία | στεφανιαίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στεφανιαίοι | οι | στεφανιαίες | τα | στεφανιαία |
| γενική | των | στεφανιαίων | των | στεφανιαίων | των | στεφανιαίων |
| αιτιατική | τους | στεφανιαίους | τις | στεφανιαίες | τα | στεφανιαία |
| κλητική | στεφανιαίοι | στεφανιαίες | στεφανιαία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στεφανιαίος < ελληνιστική κοινή στεφανιαῖος < αρχαία ελληνική στέφανος (ανατομία: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική coronaire)
Πολυλεκτικοί όροι
Συγγενικά
- ενδοστεφανιαίος
- → δείτε τη λέξη στεφάνι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.