ενδοστεφανιαίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενδοστεφανιαίος | η | ενδοστεφανιαία | το | ενδοστεφανιαίο |
| γενική | του | ενδοστεφανιαίου | της | ενδοστεφανιαίας | του | ενδοστεφανιαίου |
| αιτιατική | τον | ενδοστεφανιαίο | την | ενδοστεφανιαία | το | ενδοστεφανιαίο |
| κλητική | ενδοστεφανιαίε | ενδοστεφανιαία | ενδοστεφανιαίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενδοστεφανιαίοι | οι | ενδοστεφανιαίες | τα | ενδοστεφανιαία |
| γενική | των | ενδοστεφανιαίων | των | ενδοστεφανιαίων | των | ενδοστεφανιαίων |
| αιτιατική | τους | ενδοστεφανιαίους | τις | ενδοστεφανιαίες | τα | ενδοστεφανιαία |
| κλητική | ενδοστεφανιαίοι | ενδοστεφανιαίες | ενδοστεφανιαία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ενδοστεφανιαίος < ενδο- + στεφανιαίος
Επίθετο
ενδοστεφανιαίος
- (ιατρική) που γίνεται μέσα στην στεφανιαία αρτηρία
- ※ Αναβαθμίζεται τεχνολογικά το Αιμοδυναμικό Εργαστήριο του Νοσοκομείου Τρικάλων, με την προμήθεια ενός σύγχρονου ενδοστεφανιαίου υπερήχου. (www.ert.gr, 7/2/2018)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ένδον, στεφανιαίος, στεφάνι και στέφω
Μεταφράσεις
ενδοστεφανιαίος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.