ενδοστεφανιαίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδοστεφανιαίος η ενδοστεφανιαία το ενδοστεφανιαίο
      γενική του ενδοστεφανιαίου της ενδοστεφανιαίας του ενδοστεφανιαίου
    αιτιατική τον ενδοστεφανιαίο την ενδοστεφανιαία το ενδοστεφανιαίο
     κλητική ενδοστεφανιαίε ενδοστεφανιαία ενδοστεφανιαίο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδοστεφανιαίοι οι ενδοστεφανιαίες τα ενδοστεφανιαία
      γενική των ενδοστεφανιαίων των ενδοστεφανιαίων των ενδοστεφανιαίων
    αιτιατική τους ενδοστεφανιαίους τις ενδοστεφανιαίες τα ενδοστεφανιαία
     κλητική ενδοστεφανιαίοι ενδοστεφανιαίες ενδοστεφανιαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ενδοστεφανιαίος < ενδο- + στεφανιαίος

Επίθετο

ενδοστεφανιαίος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.