στενότερος
Νέα ελληνικά (el)
| χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στενότερος | η | στενότερη | το | στενότερο |
| γενική | του | στενότερου | της | στενότερης | του | στενότερου |
| αιτιατική | τον | στενότερο | τη | στενότερη | το | στενότερο |
| κλητική | στενότερε | στενότερη | στενότερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στενότεροι | οι | στενότερες | τα | στενότερα |
| γενική | των | στενότερων | των | στενότερων | των | στενότερων |
| αιτιατική | τους | στενότερους | τις | στενότερες | τα | στενότερα |
| κλητική | στενότεροι | στενότερες | στενότερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στενότερος < αρχαία ελληνική στενότερος, συγκριτικός βαθμός του στενός
Επίθετο
στενότερος, -η, -ο (& πιο στενός)
- που είναι πιο στενός
- Η οδός Πατησίων είναι στενότερη από την Πανεπιστημίου
- που είναι πιο κοντινός συναισθηματικά, που απέχει λιγότερο ψυχικά
- Τελικά η γυναίκα μου αποδείχτηκε ότι διατηρούσε στενότερες σχέσεις με τον πρώην της απ' όσο θα ήθελα
- υπερθετικός βαθμός με περίφραση, αντί του στενότατος
- Η σχέση τους η στενότερη που φαντάζεσαι
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.