ευρύτερος

Νέα ελληνικά (el)

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευρύτερος η ευρύτερη το ευρύτερο
      γενική του ευρύτερου της ευρύτερης του ευρύτερου
    αιτιατική τον ευρύτερο την ευρύτερη το ευρύτερο
     κλητική ευρύτερε ευρύτερη ευρύτερο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευρύτεροι οι ευρύτερες τα ευρύτερα
      γενική των ευρύτερων των ευρύτερων των ευρύτερων
    αιτιατική τους ευρύτερους τις ευρύτερες τα ευρύτερα
     κλητική ευρύτεροι ευρύτερες ευρύτερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευρύτερος < συγκριτικός βαθμός του ευρύς

Επίθετο

ευρύτερος -η -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.