φαρδύτερος
Νέα ελληνικά (el)
| χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φαρδύτερος | η | φαρδύτερη | το | φαρδύτερο |
| γενική | του | φαρδύτερου | της | φαρδύτερης | του | φαρδύτερου |
| αιτιατική | τον | φαρδύτερο | τη | φαρδύτερη | το | φαρδύτερο |
| κλητική | φαρδύτερε | φαρδύτερη | φαρδύτερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φαρδύτεροι | οι | φαρδύτερες | τα | φαρδύτερα |
| γενική | των | φαρδύτερων | των | φαρδύτερων | των | φαρδύτερων |
| αιτιατική | τους | φαρδύτερους | τις | φαρδύτερες | τα | φαρδύτερα |
| κλητική | φαρδύτεροι | φαρδύτερες | φαρδύτερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φαρδύτερος < φαρδ-ύτερος, συγκριτικός βαθμός του φαρδύς
Επίθετο
φαρδύτερος, -η, -ο (& πιο φαρδύς)
- που είναι πιο φαρδύς
- Α, μην το συζητάς, όλοι οι δρόμοι της Αθήνας έπρεπε να είναι φαρδύτεροι
- Μήπως το έχετε στο ίδιο χρώμα αλλά φαρδύτερο στη μέση, γιατί μου φαίνεται αλλάξατε τα νούμερα στα ρούχα σας και δεν μου κάνει τίποτα πια στο μαγαζί σας
- Με την εγκυμοσύνη χρειάζομαι φαρδύτερα ρούχα
- υπερθετικός βαθμός με περίφραση
- Η Συγγρού είναι ο φαρδύτερος δρόμος (απ' όλους)
Αντώνυμα
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.