αποσπώμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποσπώμενος η αποσπώμενη το αποσπώμενο
      γενική του αποσπώμενου της αποσπώμενης του αποσπώμενου
    αιτιατική τον αποσπώμενο την αποσπώμενη το αποσπώμενο
     κλητική αποσπώμενε αποσπώμενη αποσπώμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποσπώμενοι οι αποσπώμενες τα αποσπώμενα
      γενική των αποσπώμενων των αποσπώμενων των αποσπώμενων
    αιτιατική τους αποσπώμενους τις αποσπώμενες τα αποσπώμενα
     κλητική αποσπώμενοι αποσπώμενες αποσπώμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποσπώμενος < ἀποσπώμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος αποσπώ

Μετοχή

αποσπώμενος, -η, -ο

  1. που αποσπάται, που μπορεί να αποσπαστεί
  2. (ειδικότερα, για εξαρτήματα) που μπορεί να βγει από τη θέση του για να μεταφερθεί ή αντικατασταθεί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.