στειλεός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στειλεός οι στειλεοί
      γενική του στειλεού των στειλεών
    αιτιατική τον στειλεό τους στειλεούς
     κλητική στειλεέ στειλεοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
συσκευασμένος στειλεός από σελφ τεστ για SARS-CoV-2
στειλεός από σελφ τεστ για SARS-CoV-2 σε χρήση

Ετυμολογία

στειλεός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στειλεός / στελεός / στειλειός < στελεά

Ουσιαστικό

στειλεός αρσενικό

  1. (λόγιο) στειλιάρι
  2. (νεολογισμός, ιατρική) (βαμβακοφόρος στειλεός): μπατονέτα ή είδος μεγάλης μπατονέτας, που χρησιμοποιείται συνήθως για τη λήψη δείγματος, ώστε να εξεταστεί η ύπαρξη κάποιας ασθένειας

Σημειώσεις

  • εμφανίζεται σε χρήση και με το λανθασμένο στυλεός, πιθανότατα από παρετυμολογία

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στειλεός οἱ στειλεοί
      γενική τοῦ στειλεοῦ τῶν στειλεῶν
      δοτική τῷ στειλε τοῖς στειλεοῖς
    αιτιατική τὸν στειλεόν τοὺς στειλεούς
     κλητική ! στειλεέ στειλεοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στειλεώ
γεν-δοτ τοῖν  στειλεοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στειλεός < στελεά

Ουσιαστικό

στειλεός αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.