στειλεός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | στειλεός | οι | στειλεοί |
| γενική | του | στειλεού | των | στειλεών |
| αιτιατική | τον | στειλεό | τους | στειλεούς |
| κλητική | στειλεέ | στειλεοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

συσκευασμένος στειλεός από σελφ τεστ για SARS-CoV-2

στειλεός από σελφ τεστ για SARS-CoV-2 σε χρήση
Ετυμολογία
- στειλεός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στειλεός / στελεός / στειλειός < στελεά
Ουσιαστικό
στειλεός αρσενικό
Σημειώσεις
- εμφανίζεται σε χρήση και με το λανθασμένο στυλεός, πιθανότατα από παρετυμολογία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | στειλεός | οἱ | στειλεοί |
| γενική | τοῦ | στειλεοῦ | τῶν | στειλεῶν |
| δοτική | τῷ | στειλεῷ | τοῖς | στειλεοῖς |
| αιτιατική | τὸν | στειλεόν | τοὺς | στειλεούς |
| κλητική ὦ! | στειλεέ | στειλεοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στειλεώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | στειλεοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
στειλεός < στελεά
Πηγές
- στειλεός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στειλεός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.