βαμβακοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βαμβακοφόρος | η | βαμβακοφόρα & βαμβακοφόρος |
το | βαμβακοφόρο |
| γενική | του | βαμβακοφόρου | της | βαμβακοφόρας & βαμβακοφόρου |
του | βαμβακοφόρου |
| αιτιατική | τον | βαμβακοφόρο | τη | βαμβακοφόρα & βαμβακοφόρο |
το | βαμβακοφόρο |
| κλητική | βαμβακοφόρε | βαμβακοφόρα & βαμβακοφόρε |
βαμβακοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βαμβακοφόροι | οι | βαμβακοφόρες & βαμβακοφόροι |
τα | βαμβακοφόρα |
| γενική | των | βαμβακοφόρων | των | βαμβακοφόρων | των | βαμβακοφόρων |
| αιτιατική | τους | βαμβακοφόρους | τις | βαμβακοφόρες & βαμβακοφόρους |
τα | βαμβακοφόρα |
| κλητική | βαμβακοφόροι | βαμβακοφόρες & βαμβακοφόροι |
βαμβακοφόρα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βαμβακοφόρος < βαμβακο- + -φόρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /vaɱ.va.koˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βαμ‐βα‐κο‐φό‐ρος
Επίθετο
βαμβακοφόρος, -α/(ος), -ο
Μεταφράσεις
βαμβακοφόρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.