στεατώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στεατώδης | η | στεατώδης | το | στεατώδες |
| γενική | του | στεατώδους | της | στεατώδους | του | στεατώδους |
| αιτιατική | τον | στεατώδη | τη | στεατώδη | το | στεατώδες |
| κλητική | στεατώδη(ς) | στεατώδης | στεατώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στεατώδεις | οι | στεατώδεις | τα | στεατώδη |
| γενική | των | στεατωδών | των | στεατωδών | των | στεατωδών |
| αιτιατική | τους | στεατώδεις | τις | στεατώδεις | τα | στεατώδη |
| κλητική | στεατώδεις | στεατώδεις | στεατώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στεατώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στεατώδης
Μεταφράσεις
στεατώδης
|
|
Πηγές
- στεατώδης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | στεατώδης | τὸ | στεατῶδες | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | στεατώδους | τοῦ | στεατώδους | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | στεατώδει | τῷ | στεατώδει | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | στεατώδη | τὸ | στεατῶδες | ||
| κλητική ὦ! | στεατῶδες | στεατῶδες | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | στεατώδεις | τὰ | στεατώδη | ||
| γενική | τῶν | στεατώδων | τῶν | στεατώδων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | στεατώδεσῐ(ν) | τοῖς | στεατώδεσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | στεατώδεις | τὰ | στεατώδη | ||
| κλητική ὦ! | στεατώδεις | στεατώδη | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στεατώδει | τὼ | στεατώδει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | στεατώδοιν | τοῖν | στεατώδοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
στεατώδης, -ης, -ες
- λιπώδης, λιπαρός, γεμάτος λίπος, (για ζώα) παχύσαρκος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἑλκῶν, (De ulceribus), 2, p. 404, @scaife.perseus
- Οὐδὲ τοῖσι νεοτρώτοισιν ἕλκεσι ξυμφέρει ἔλαιον, οὐδὲ μαλθακώδεα οὐδὲ στεατώδεα φάρμακα, ἄλλως τε καὶ ὅ τι ἂν δέηται ἕλκος πλείονος καθάρσιος·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 3, 18 @scaife.perseus
- Πάντων δὲ τῶν ζῴων κοινόν ἐστι τὸ περὶ τὴν κόρην ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς· ἔχουσι γὰρ τοῦτο τὸ μόριον στεατῶδες πάντα ὅσα ἔχουσι τὸ τοιοῦτον μόριον ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ μή εἰσι σκληρόφθαλμα.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 3, 17 @scaife.perseus
- Τῶν δὲ σπλάγχνων περὶ τοὺς νεφροὺς μάλιστα πίονα γίνεται τὰ ζῷα· ἔστι δ’ ἀεὶ ὁ δεξιὸς ἀπιμελώτερος, κἂν σφόδρα πίονες ὦσιν, ἐλλείπει τι ἀεὶ κατὰ τὸ μέσον. Περίνεφρα δὲ γίνεται τὰ στεατώδη μᾶλλον, καὶ μάλιστα τῶν ζῴων πρόβατον· τοῦτο γὰρ ἀποθνήσκει τῶν νεφρῶν πάντῃ καλυφθέντων.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων μορίων, 2, 6.3 @scaife.perseus
- εὐλόγως δὲ καὶ στεατώδεις οἱ μυελοὶ καὶ πιμελύδεις εἰσίν·
- ≈ συνώνυμα: πιμελώδης
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἑλκῶν, (De ulceribus), 2, p. 404, @scaife.perseus
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη στέαρ
Πηγές
- στεατώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.