στέαρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
στεᾰρ- στεᾱτ-
ονομαστική τὸ στέαρ τὰ στέατ
      γενική τοῦ στέατος τῶν στεάτων
      δοτική τῷ στέατ τοῖς στέασῐ(ν)
    αιτιατική τὸ στέαρ τὰ στέατ
     κλητική ! στέαρ στέατ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στέατε
γεν-δοτ τοῖν  στεάτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἧπαρ' όπως «ἧπαρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στέαρ < πρωτοελληνική *stā́wər < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stéh₂-wr̥ < *steh₂- (ἵστημι)

Ουσιαστικό

στέαρ ουδέτερο

  1. λίπος
      2/3ος κε αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 14, 57 30, @perseus.tufts.edu
    κάτιλλος δὲ ὀρνᾶτος ὁ λεγόμενος παρὰ ῾Ρωμαίοις οὕτως γίγνεται· θρίδακας πλύνας ξέσον καὶ ἐμβαλὼν οἶνον εἰς θυίαν τρῖβε τὰς θρίδακας, εἶτα τὸν χυλὸν ἐκπιέσας σελίγνιον συμφύρασον αὐτῷ καὶ συμπεσεῖν ἐάσας μετ' ὀλίγον τρῖψον εὐτόνως, προσβαλὼν ὀλίγον στέατος χοιρείου καὶ πέπερι, καὶ πάλιν τρίψας ἕλκυσον λάγανον καὶ λειάνας ἐκτεμὼν κατάτεμνε καὶ ἕψε εἰς ἔλαιον θερμότατον εἰς ἠθμὸν βαλὼν τὰ κατακεκομμένα. ἄλλα πλακούντων γένη· ὀστρακίτης, ἀττανῖται, ἄμυλον, τυροκόσκινον.
  2. πάχος
  3. ξίγκι

  • στῆρ (συνηρημένο)
  • στεῖαρ (ελληνιστικό)

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.