σταχυολόγηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταχυολόγηση οι σταχυολογήσεις
      γενική της σταχυολόγησης* των σταχυολογήσεων
    αιτιατική τη σταχυολόγηση τις σταχυολογήσεις
     κλητική σταχυολόγηση σταχυολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σταχυολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σταχυολόγηση< (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα σταχυολόγησις < ελληνιστική κοινή σταχυολογέω < αρχαία ελληνική στάχυς + λέγω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική glanage[1])
Μορφολογικά αναλύεται σε σταχυολογώ + -ση.[2]
(μαρτυρείται από το 1864)[3]

Προφορά

ΔΦΑ : /sta.çi.oˈlo.ʝi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σταχυολόγηση

Ουσιαστικό

σταχυολόγηση θηλυκό

  • το αποτέλεσμα ή ενέργεια του σταχυολογώ
      Με μια διαλεκτική επιχειρημάτων που ξεκινούν από την αρχαία τραγωδία, περνούν από το κλασικό θέατρο, από τον Μπέκετ μετά, τον Πίντερ, τον Ιονέσκο, τον Πιραντέλο, τον Μπρεχτ, τον Ανούιγ, τον Μίλερ, τον Ζενέ, τον Ιψεν, τον Καζαντζάκη, τον Καμπανέλη, και άπειρους άλλους, και με παράλληλη σταχυολόγηση των απόψεων μεγάλων θεατρολόγων και θεατρικών συγγραφέων, δημιουργεί επαγωγικά μια απαστράπτουσα όσο και ελκυστική δυνατότητα συγγραφής θεατρικού έργου, για να την αμφισβητήσει ευθύς μετά, να τη θέσει έναντι της ύπαρξης ενός προσωπικού ταλέντου και μιας άκρως προσωπικής ποιητικής θεατρικότητας, μόνης ικανής να γεννήσει τον θεατρικό λόγο.
    Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Μαρία (26 Μαΐου 2009), Περί της γραφής θεατρικών έργων, Η Καθημερινή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σταχυολόγηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. σταχυολόγηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. σελ. 926, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.