σταχυολογώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σταχυολογώ < ελληνιστική κοινή σταχυολογέω / σταχυολογῶ[1] [2] [3] (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική glaner[1] [2])
Προφορά
- ΔΦΑ : /sta.çi.o.loˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στα‐χυ‐ο‐λο‐γώ
Ρήμα
σταχυολογώ (παθητικό: σταχυολογούμαι)
- επιλέγω από τα καλύτερα ή τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα
- ↪ ο επιμελητής της ποιητικής ανθολογίας έχει σταχυολογήσει ορισμένα από τα γνωστότερα και αντιπροσωπευτικότερα δείγματα της νεοελληνικής ποίησης
Συγγενικά
- ασταχυολόγητος
- σταχυολόγημα
- σταχυολογημένος
- σταχυολόγηση
- σταχυολόγος
- → δείτε τις λέξεις στάχυ και λέγω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σταχυολογώ | σταχυολογούσα | θα σταχυολογώ | να σταχυολογώ | σταχυολογώντας | |
| β' ενικ. | σταχυολογείς | σταχυολογούσες | θα σταχυολογείς | να σταχυολογείς | (σταχυολόγει) | |
| γ' ενικ. | σταχυολογεί | σταχυολογούσε | θα σταχυολογεί | να σταχυολογεί | ||
| α' πληθ. | σταχυολογούμε | σταχυολογούσαμε | θα σταχυολογούμε | να σταχυολογούμε | ||
| β' πληθ. | σταχυολογείτε | σταχυολογούσατε | θα σταχυολογείτε | να σταχυολογείτε | σταχυολογείτε | |
| γ' πληθ. | σταχυολογούν(ε) | σταχυολογούσαν(ε) | θα σταχυολογούν(ε) | να σταχυολογούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σταχυολόγησα | θα σταχυολογήσω | να σταχυολογήσω | σταχυολογήσει | ||
| β' ενικ. | σταχυολόγησες | θα σταχυολογήσεις | να σταχυολογήσεις | σταχυολόγησε | ||
| γ' ενικ. | σταχυολόγησε | θα σταχυολογήσει | να σταχυολογήσει | |||
| α' πληθ. | σταχυολογήσαμε | θα σταχυολογήσουμε | να σταχυολογήσουμε | |||
| β' πληθ. | σταχυολογήσατε | θα σταχυολογήσετε | να σταχυολογήσετε | σταχυολογήστε | ||
| γ' πληθ. | σταχυολόγησαν σταχυολογήσαν(ε) |
θα σταχυολογήσουν(ε) | να σταχυολογήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω σταχυολογήσει | είχα σταχυολογήσει | θα έχω σταχυολογήσει | να έχω σταχυολογήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις σταχυολογήσει | είχες σταχυολογήσει | θα έχεις σταχυολογήσει | να έχεις σταχυολογήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει σταχυολογήσει | είχε σταχυολογήσει | θα έχει σταχυολογήσει | να έχει σταχυολογήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε σταχυολογήσει | είχαμε σταχυολογήσει | θα έχουμε σταχυολογήσει | να έχουμε σταχυολογήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε σταχυολογήσει | είχατε σταχυολογήσει | θα έχετε σταχυολογήσει | να έχετε σταχυολογήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν σταχυολογήσει | είχαν σταχυολογήσει | θα έχουν σταχυολογήσει | να έχουν σταχυολογήσει |
| |
Μεταφράσεις
- σταχυολογώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σταχυολογώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σταχυολογώ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.