σταχυολογώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σταχυολογώ < ελληνιστική κοινή σταχυολογέω / σταχυολογῶ[1] [2] [3] (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική glaner[1] [2])

Προφορά

ΔΦΑ : /sta.çi.o.loˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σταχυολογώ

Ρήμα

σταχυολογώ (παθητικό: σταχυολογούμαι)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

  1. σταχυολογώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. σταχυολογώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. σταχυολογώ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.