σταχυολογήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
σταχυολογήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σταχυολογώ
- θα σταχυολογήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σταχυολογώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
σταχυολογήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σταχυολόγηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.