σταλακτίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σταλακτίτης οι σταλακτίτες
      γενική του σταλακτίτη των σταλακτιτών
    αιτιατική τον σταλακτίτη τους σταλακτίτες
     κλητική σταλακτίτη σταλακτίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σταλακτίτες και σταλαγμίτες σε σπήλαιο

Ετυμολογία

σταλακτίτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική stalactite < (ελληνιστική κοινή) σταλακτός < σταλάζω < αρχαία ελληνική σταλάσσω

Προφορά

ΔΦΑ : /sta.laˈkti.tis/

Ουσιαστικό

σταλακτίτης αρσενικό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.