σπήλαιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σπήλαιο | τα | σπήλαια |
| γενική | του | σπηλαίου & σπήλαιου |
των | σπηλαίων |
| αιτιατική | το | σπήλαιο | τα | σπήλαια |
| κλητική | σπήλαιο | σπήλαια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σπήλαιο ουδέτερο
Εκφράσεις
- άνθρωπος των σπηλαίων: άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής που ζούσε σε σπήλαια· μεταφορικά, πρωτόγονος, απολίτιστος
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
