σπήλαιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπήλαιο τα σπήλαια
      γενική του σπηλαίου
& σπήλαιου
των σπηλαίων
    αιτιατική το σπήλαιο τα σπήλαια
     κλητική σπήλαιο σπήλαια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπήλαιο < αρχαία ελληνική σπήλαιον
σταλακτίτες σε σπήλαιο της Νέας Ζηλανδίας

Ουσιαστικό

σπήλαιο ουδέτερο

  1. μεγάλη σπηλιά, φυσική κοιλότητα στο εσωτερικό ενός βραχώδους όγκου που δημιουργήθηκε από διάβρωση
    τα σπήλαια του Διρού

Εκφράσεις

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.