στέρφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στέρφος η στέρφα το στέρφο
      γενική του στέρφου της στέρφας του στέρφου
    αιτιατική τον στέρφο τη στέρφα το στέρφο
     κλητική στέρφε στέρφα στέρφο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στέρφοι οι στέρφες τα στέρφα
      γενική των στέρφων των στέρφων των στέρφων
    αιτιατική τους στέρφους τις στέρφες τα στέρφα
     κλητική στέρφοι στέρφες στέρφα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

στέρφος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική στέριφος με συγκοπή του άτονου φθόγγου -[i]- [1][2] < αναγωγή στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ster-[3]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsteɾ.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στέρφος

Επίθετο

στέρφος, -α, -ο

  • (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό)
    1. στείρος (που δε μπορεί να γεννήσει παιδιά)
    2. άγονος
      στέρφα γη

Παράγωγα

παράγωγα & σύνθετα

  • αστέρφευτος
  • άστερφτος
  • παλιοστέρφα
  • στερφεύω
  • στέρφικος
  • στερφογάλαρα (ουδέτερο πληθυντικός)
  • στερφοβότανο
  • στερφόγιδα
  • στερφοκρίαρο
  • στερφομούλαρο
  • στερφοπράτισσα
  • στερφώνω

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. στέρφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. στέρφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.