στερφεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στερφεύω < στέρφ(ος) + -εύω

Προφορά

ΔΦΑ : /steɾˈfe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στερφεύω

Ρήμα

στερφεύω, αόρ.: στέρφεψα (χωρίς παθητική φωνή) (δημοτική)

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.