ἄμυλον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἄμυλον | τὰ | ἄμυλᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | ἀμύλου | τῶν | ἀμύλων | ||||
| δοτική | τῷ | ἀμύλῳ | τοῖς | ἀμύλοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | ἄμυλον | τὰ | ἄμυλᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | ἄμυλον | ἄμυλᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμύλω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀμύλοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ἄμυλον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ἄμυλος
Ουσιαστικό
ἄμυλον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (τρόφιμο, γαστρονομία) πίτα από λευκό αλεύρι
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 14, 57 , 647f, @scaife.perseus, @el.wikisource
- ἄλλα πλακούντων γένη· ὀστρακίτης, ἀττανῖται, ἄμυλον, τυροκόσκινον.
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 14, 57 , 647f, @scaife.perseus, @el.wikisource
- άμυλο
Πηγές
- ἄμυλον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ἄμυλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.