στεατίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | στεατίτης | οι | στεατίτες |
| γενική | του | στεατίτη | των | στεατιτών |
| αιτιατική | τον | στεατίτη | τους | στεατίτες |
| κλητική | στεατίτη | στεατίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
_-_several_colored_samples.jpg.webp)
δείγματα στεεατίτη με διαφορετικά χρώματα

Μυκηναϊκό κόσμημα από στεατίτη 1400-1250 π.Χ., αρχαιολογικό μουσείο Μυκόνου
Ουσιαστικό
στεατίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) ορυκτός λίθος, μαλακός, χωρίς πόρους, που μπορεί κανείς εύκολα να επεξεργαστεί και μπορεί να δώσει λείες επιφάνειες. Το χρώμα του είναι άσπρο, ανοιχτό πράσινο ή γκρίζο
Συνώνυμα
-
στεατίτης στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.