πλακοῦς

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πλακοῦς: ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου πλακόεις

Επίθετο

πλακοῦς, -οῦσσα, -οῦν

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πλᾰκοεντ-
ονομαστική πλακοῦς οἱ πλακοῦντες
      γενική τοῦ πλακοῦντος τῶν πλακούντων
      δοτική τῷ πλακοῦντ τοῖς πλακοῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν πλακοῦντ τοὺς πλακοῦντᾰς
     κλητική ! πλακοῦς πλακοῦντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλακοῦντε
γεν-δοτ τοῖν  πλακούντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πλακοῦς' όπως «πλακοῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

πλακοῦς αρσενικό

  • (γαστρονομία) πλατύ ζυμαρικό
      2/3ος κε αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 14, 57 30, @perseus.tufts.edu
    κάτιλλος δὲ ὀρνᾶτος ὁ λεγόμενος παρὰ ῾Ρωμαίοις οὕτως γίγνεται· θρίδακας πλύνας ξέσον καὶ ἐμβαλὼν οἶνον εἰς θυίαν τρῖβε τὰς θρίδακας, εἶτα τὸν χυλὸν ἐκπιέσας σελίγνιον συμφύρασον αὐτῷ καὶ συμπεσεῖν ἐάσας μετ' ὀλίγον τρῖψον εὐτόνως, προσβαλὼν ὀλίγον στέατος χοιρείου καὶ πέπερι, καὶ πάλιν τρίψας ἕλκυσον λάγανον καὶ λειάνας ἐκτεμὼν κατάτεμνε καὶ ἕψε εἰς ἔλαιον θερμότατον εἰς ἠθμὸν βαλὼν τὰ κατακεκομμένα. ἄλλα πλακούντων γένη· ὀστρακίτης, ἀττανῖται, ἄμυλον, τυροκόσκινον.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.