σπόρκα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σπόρκα < σπόρκος

Ουσιαστικό

σπόρκα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. (ιδιωματικό) ψάρια δεύτερης διαλογής
  2. (ναυτικός όρος, επιδημιολογία) τα μολυσμένα πλοία που βρίσκονταν σε καραντίνα λόγω επιδημίας
      Πράγματι, ὁ ἰατρὸς ἐνήργει ὡς ἀνωτέρα ἀρχὴ ἐντὸς τοῦ προσωρινοῦ λοιμοκαθαρτηρίου, καὶ πρὸς αὐτὸν ὡδηγεῖτο πᾶς νεωστὶ ἐρχόμενος, εἴτε ταξιδιώτης ἦτο ἀπὸ τὰ μακρινὰ χολεριασμένα μέρη, εἴτε ἐργολάβος καὶ ἔμπορος ἐρχόμενος ἐκ τῆς νήσου διὰ νὰ πωλήσῃ τὴν τέχνην του, εἴτε «βαρδιάνος γιὰ τὰ σπόρκα», φύλαξ διὰ τὰ ἐπιχόλερα πλοῖα στρατολογούμενος ὑπὸ τῆς ὑγειονομικῆς ἀρχῆς. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Βαρδιάνος στα σπόρκα [μυθιστόρημα])
  3. (παρωχημένο για ταξιδιωτικά έγγραφα) «τα χαρτιά του είναι σπόρκα», δεν είναι σε τάξη, είναι ελλιπή ή σκάρτα

Εκφράσεις

  • τα βρίσκω σπόρκα / μού έρχονται σπόρκα: δυσκολεύομαι, έχω προβλήματα
     συνώνυμα: τα βρίσκω σκούρα / σκούρα τα πράγματα
  • στα σπόρκα: στις δύσκολες καταστάσεις

Επίρρημα

σπόρκα

  1. ρυπαρώς
  2. ελεεινώς, ελεεινά
  3. ελλιπώς

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

σπόρκα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.