σπόνσορας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπόνσορας οι σπόνσορες
      γενική του σπόνσορα
    αιτιατική τον σπόνσορα τους σπόνσορες
     κλητική σπόνσορα σπόνσορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπόνσορας < (άμεσο δάνειο) αγγλική sponsor < λατινική sponsor < sponsus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος spondeo < πρωτοϊταλική *spondeō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *spondéyeti < *spend- (πβ. αρχαία ελληνική σπένδω / σπονδή)

Ουσιαστικό

σπόνσορας αρσενικό ή θηλυκό

  • ο χορηγός μιας διοργάνωσης (ή συχνά μιας αθλητικής ομάδας)
      Η εξελληνισθείσα λέξη "σπόνσορας", ούσα αγγλική, ήταν φαίνεται γνωστή παλαιόθεν , διότι οι πάτρωνες της εποχής εκείνης δεν ήταν τίποτε άλλο παρά οι σημερινοί σπόνσορες ! (Ιωάννης Θ. Γιαννόπουλος, Μυστική Αθήνα και Αττική, εκδ. Έσοπτρον, 1999, σελ. 36)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.