sponsor

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
sponsor sponsors

sponsor (en)

  1. ανάδοχος
  2. ο εισηγούμενος μια πρόταση
  3. χορηγός, σπόνσορας

Ρήμα

ενεστώτας sponsor
γ΄ ενικό ενεστώτα sponsors
αόριστος sponsored
παθητική μετοχή sponsored
ενεργητική μετοχή sponsoring

sponsor (en)

  1. αναδέχομαι
  2. εισηγούμαι
  3. χορηγώ



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

sponsor < (άμεσο δάνειο) αγγλική sponsor

Ουσιαστικό

sponsor (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Συνώνυμα



Ρουμανικά (ro)

Ουσιαστικό

sponsor (ro) αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.