σπουργίτι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σπουργίτι | τα | σπουργίτια |
| γενική | του | σπουργιτιού | των | σπουργιτιών |
| αιτιατική | το | σπουργίτι | τα | σπουργίτια |
| κλητική | σπουργίτι | σπουργίτια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Θηλυκό σπουργίτι.
Ετυμολογία
- σπουργίτι < αρσενικό σπουργίτ(ης) με μεταπλασμό -ι σε ουδέτερο. → δείτε τη λέξη σπουργίτης
Προφορά
- ΔΦΑ : /spuɾˈʝi.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπουρ‐γί‐τι
Ουσιαστικό
σπουργίτι ουδέτερο και σπουργίτης
- (πτηνό) μικρόσωμο πουλί (Passer domesticus) με μικρό ράμφος και γκρίζο, άσπρο και καφέ φτέρωμα
Παράγωγα
- σπουργιτάκι → δείτε και τη λέξη στρουθί
- σπούργιτας
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
σπουργίτι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.