σπούργιτας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σπούργιτας | οι | σπούργιτες |
| γενική | του | σπούργιτα | — | |
| αιτιατική | τον | σπούργιτα | τους | σπούργιτες |
| κλητική | σπούργιτα | σπούργιτες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπούργιτας < σπουργίτ(ι) + -ας
Μεταφράσεις
σπούργιτας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.