στρουθίο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | στρουθίο | τα | στρουθία |
| γενική | του | στρουθίου | των | στρουθίων |
| αιτιατική | το | στρουθίο | τα | στρουθία |
| κλητική | στρουθίο | στρουθία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στρουθίο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρουθίον με προσαρμογή της κατάληξης, υποκοριστικό του στρουθός. Συγκρίνετε με το στρουθί και το κυπριακό στρούθος.
Προφορά
- ΔΦΑ : /stɾuˈθi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρου‐θί‐ο
Μεταφράσεις
στρουθίο
|
Πηγές
- στρουθίο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.