σπέκουλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπέκουλα οι σπέκουλες
      γενική της σπέκουλας των σπεκουλών
    αιτιατική τη σπέκουλα τις σπέκουλες
     κλητική σπέκουλα σπέκουλες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπέκουλα < σπεκουλ(άρω) + κατάληξη θηλυκού (αναδρομικός σχηματισμός) [1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈspe.ku.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπέκουλα

Ουσιαστικό

σπέκουλα θηλυκό

  1. η κερδοσκοπία
     συνώνυμα: σπεκουλάρισμα, σπεκουλάτσια
  2. προσπάθεια να εκμεταλλευτεί κάποιος μια ευκαιρία, ιδίως στην πολιτική

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σπέκουλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.