σπεκουλάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπεκουλάρισμα τα σπεκουλαρίσματα
      γενική του σπεκουλαρίσματος των σπεκουλαρισμάτων
    αιτιατική το σπεκουλάρισμα τα σπεκουλαρίσματα
     κλητική σπεκουλάρισμα σπεκουλαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπεκουλάρισμα < σπεκουλάρω

Ουσιαστικό

σπεκουλάρισμα ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.