σπεκουλάρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /spe.kuˈla.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπε‐κου‐λά‐ρω
Ρήμα
σπεκουλάρω, αόρ.: σπεκουλάρισα, μτχ.π.π.: σπεκουλαρισμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- κερδοσκοπώ
- (ιδίως στην πολιτική) καιροσκοπώ, περιμένω ευκαιρία για να την εκμεταλλευτώ [3]
Συγγενικά
- σπέκουλα
- σπεκουλαδόρικος
- σπεκουλαδόρος - σπεκουλαδόρα
- σπεκουλάντης
- σπεκουλάρισμα
- σπεκουλαρισμένος
- σπεκουλάτορας
- σπεκουλάτσια
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
σπεκουλάρω
|
→ δείτε τη λέξη κερδοσκοπώ |
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- σπεκουλάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.