σπεκουλάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σπεκουλάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική speculare + < λατινική speculor [1] < specula (σκοπιά) [2]

Προφορά

ΔΦΑ : /spe.kuˈla.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπεκουλάρω

Ρήμα

σπεκουλάρω, αόρ.: σπεκουλάρισα, μτχ.π.π.: σπεκουλαρισμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. κερδοσκοπώ
  2. (ιδίως στην πολιτική) καιροσκοπώ, περιμένω ευκαιρία για να την εκμεταλλευτώ [3]

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. σπεκουλάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.