σπεκουλάτσια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σπεκουλάτσια | οι | σπεκουλάτσιες |
| γενική | της | σπεκουλάτσιας | των | σπεκουλατσιών |
| αιτιατική | τη | σπεκουλάτσια | τις | σπεκουλάτσιες |
| κλητική | σπεκουλάτσια | σπεκουλάτσιες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπεκουλάτσια < λατινική speculatio
Συγγενικά
Μεταφράσεις
σπεκουλάτσια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.