σπεκουλάτσια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπεκουλάτσια οι σπεκουλάτσιες
      γενική της σπεκουλάτσιας των σπεκουλατσιών
    αιτιατική τη σπεκουλάτσια τις σπεκουλάτσιες
     κλητική σπεκουλάτσια σπεκουλάτσιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπεκουλάτσια < λατινική speculatio

Ουσιαστικό

σπεκουλάτσια θηλυκό

  1. η κερδοσκοπία
     συνώνυμα: σπέκουλα, σπεκουλάρισμα
  2. αβάσιμη θεωρία, ιδέα, όνειρο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.