σπάρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπάρος οι σπάροι
      γενική του σπάρου των σπάρων
    αιτιατική τον σπάρο τους σπάρους
     κλητική σπάρε σπάροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπάρος < αρχαία ελληνική σπάρος

Ουσιαστικό

σπάρος αρσενικό

  1. ψάρι του αλμυρού νερού (Diplodus annularis), που ανήκει στην οικογένεια των σπαρίδων και ζει συνήθως σε κοπάδια
  2. (μεταφορικά) ράθυμος, νωθρός, τεμπέλης
    άλλες μορφές: σπαρίλας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.