σπαρίλας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπαρίλας οι σπαρίλες
      γενική του σπαρίλα των σπαρίλων
    αιτιατική τον σπαρίλα τους σπαρίλες
     κλητική σπαρίλα σπαρίλες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπαρίλας < σπαρίλα + -ας < σπάρος

Προφορά

ΔΦΑ : /spaˈɾi.la/

Ουσιαστικό

σπαρίλας αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.