σούφρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σούφρα | οι | σούφρες |
| γενική | της | σούφρας | — | |
| αιτιατική | τη | σούφρα | τις | σούφρες |
| κλητική | σούφρα | σούφρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σούφρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σούφρα < υστερολατινική *sup(p)la β μηχανικός εμπορικού ναυτικού (γονυκλισία) < λατινική supplicare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος supplico (εκλιπαρώ, ικετεύω) < sub + plico (διπλώνω, κάμπτω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleḱ-
Ουσιαστικό
σούφρα θηλυκό
Εκφράσεις
- μου άνοιξε η σούφρα: είχα ή άρχισα να έχω πάρα πολλή μεγάλη τύχη
- μου άνοιξε τη σούφρα: 1. με δυσκόλεψε, με ταλαιπώρησε
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.