ζάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ζάρα | οι | ζάρες |
| γενική | της | ζάρας | — | |
| αιτιατική | τη | ζάρα | τις | ζάρες |
| κλητική | ζάρα | ζάρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζάρα < ζαρ(ώνω) + -α (αναδρομικός σχηματισμός) [1]
Ουσιαστικό
ζάρα θηλυκό
Μεταφράσεις
- → δείτε και τη λέξη ρυτίδα
Αναφορές
- ζάρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.