ζάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζάρα οι ζάρες
      γενική της ζάρας
    αιτιατική τη ζάρα τις ζάρες
     κλητική ζάρα ζάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζάρα < ζαρ(ώνω) + (αναδρομικός σχηματισμός) [1]

Ουσιαστικό

ζάρα θηλυκό

  1. πτυχή, τσαλάκωμα σε ασιδέρωτο ρούχο
  2. πτυχή σε γηρασμένο δέρμα
     συνώνυμα: ρυτίδα
  3. είδος κουκουβάγιας (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.