σηπία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σηπία οι σηπίες
      γενική της σηπίας των σηπιών
    αιτιατική τη σηπία τις σηπίες
     κλητική σηπία σηπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σηπία < αρχαία ελληνική σηπία

Ουσιαστικό

σηπία θηλυκό

  1. (λόγιο) σουπιά

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σηπία οι σηπίες
      γενική της σηπίας των σηπιών
    αιτιατική τη σηπία τις σηπίες
     κλητική σηπία σηπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σηπία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σηπία θηλυκό

  1. σουπιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.