σολομωνική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σολομωνική | οι | σολομωνικές |
| γενική | της | σολομωνικής | των | σολομωνικών |
| αιτιατική | τη | σολομωνική | τις | σολομωνικές |
| κλητική | σολομωνική | σολομωνικές | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /so.lo.mo.niˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σο‐λο‐μω‐νι‐κή
Ουσιαστικό
σολομωνική θηλυκό
- απόκρυφο βιβλίο της μεσαιωνικής περιόδου με συμβουλές και οδηγίες μαγικές
- μαγεία
- αλχημεία
- μυστηριώδης και ανόητη ή ακατανόητη υπόθεση, χωρίς λογική, ασυναρτησίες
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.