σολομώντειος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σολομώντειος η σολομώντεια το σολομώντειο
      γενική του σολομώντειου της σολομώντειας του σολομώντειου
    αιτιατική τον σολομώντειο τη σολομώντεια το σολομώντειο
     κλητική σολομώντειε σολομώντεια σολομώντειο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σολομώντειοι οι σολομώντειες τα σολομώντεια
      γενική των σολομώντειων των σολομώντειων των σολομώντειων
    αιτιατική τους σολομώντειους τις σολομώντειες τα σολομώντεια
     κλητική σολομώντειοι σολομώντειες σολομώντεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σολομώντειος < Σολομών

Επίθετο

σολομώντειος, -α, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.