σμικρυσμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σμικρυσμένος | η | σμικρυσμένη | το | σμικρυσμένο |
| γενική | του | σμικρυσμένου | της | σμικρυσμένης | του | σμικρυσμένου |
| αιτιατική | τον | σμικρυσμένο | τη | σμικρυσμένη | το | σμικρυσμένο |
| κλητική | σμικρυσμένε | σμικρυσμένη | σμικρυσμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σμικρυσμένοι | οι | σμικρυσμένες | τα | σμικρυσμένα |
| γενική | των | σμικρυσμένων | των | σμικρυσμένων | των | σμικρυσμένων |
| αιτιατική | τους | σμικρυσμένους | τις | σμικρυσμένες | τα | σμικρυσμένα |
| κλητική | σμικρυσμένοι | σμικρυσμένες | σμικρυσμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
- αμίκρυντος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.