σμικρυμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σμικρυμένος η σμικρυμένη το σμικρυμένο
      γενική του σμικρυμένου της σμικρυμένης του σμικρυμένου
    αιτιατική τον σμικρυμένο τη σμικρυμένη το σμικρυμένο
     κλητική σμικρυμένε σμικρυμένη σμικρυμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σμικρυμένοι οι σμικρυμένες τα σμικρυμένα
      γενική των σμικρυμένων των σμικρυμένων των σμικρυμένων
    αιτιατική τους σμικρυμένους τις σμικρυμένες τα σμικρυμένα
     κλητική σμικρυμένοι σμικρυμένες σμικρυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο

σμικρυμένος[1]

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. αμίκρυντος -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.