σμικρύνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σμικρύνω < ελληνιστική κοινή σμικρύνω < σμικρός < αρχαία ελληνική μικρός

Προφορά

ΔΦΑ : /zmiˈkɾi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σμικρύνω

Ρήμα

σμικρύνω (παθητική φωνή: σμικρύνομαι)

  1. άλλη μορφή του μικραίνω
  2. (ειδικότερα) κάνω σμίκρυνση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.