Σκύρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Σκύρος | ||
| γενική | της | Σκύρου | ||
| αιτιατική | τη | Σκύρο | ||
| κλητική | Σκύρε (Σκύρο) | |||
| Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σκύρος < αρχαία ελληνική Σκῦρος < σκῦρος < ξυρόν < ξύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ksnew- < *kes- (ξύνω, λειαίνω)
Συγγενικά
-
Σκύρος στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.