Σκύρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Σκύρος
      γενική της Σκύρου
    αιτιατική τη Σκύρο
     κλητική Σκύρε
(Σκύρο)
Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σκύρος < αρχαία ελληνική Σκῦρος < σκῦρος < ξυρόν < ξύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ksnew- < *kes- (ξύνω, λειαίνω)

Κύριο όνομα

Σκύρος θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.