σκῦρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | σκῦρος | οἱ | σκῦροι |
| γενική | τοῦ | σκύρου | τῶν | σκύρων |
| δοτική | τῷ | σκύρῳ | τοῖς | σκύροις |
| αιτιατική | τὸν | σκῦρον | τοὺς | σκύρους |
| κλητική ὦ! | σκῦρε | σκῦροι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκύρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σκύροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκῦρος < Πιθανόν προέλευσης από την προελληνική . Σχετίζεται με την αρχαία ελληνική σκῖρος (γύψος, λατύπη, οίδημα).[1] Θεωρείται ότι από το σκῦρος προήλθε το όνομα του νησιού Σκῦρος.[2]
Ουσιαστικό
σκῦρος, -ου αρσενικό
- σκῦρον
Αναφορές
- s.v.- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- σκύρο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- σκῦρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.