εμπαίζω
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
εμπαίζω
< αρχαίο
ἐμπαίζω
<
ἐν
+ παίζω
Ρήμα
εμπαίζω
συμπεριφέρομαι
προσβλητικά
ή
περιφρονητικά
σε κάποιον, με
αστεϊσμούς
σε βάρος του
Συνώνυμα
περιπαίζω
κοροϊδεύω
περιγελώ
χλευάζω
ξεγελώ
εξαπατώ
Συγγενικά
εμπαιγμός
εμπαίκτης
εμπαικτικά
(
εμπαικτικώς
)
εμπαικτικός
Μεταφράσεις
εμπαίζω
γαλλικά
:
persifler
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.