σκώπτω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σκώπτω < αβέβαιης ετυμολογιας, ή από το σκώψ (τον μπούφο), ή από το σκάπτω, ή από την σκοπή / το σκέπτομαι

Ρήμα

σκώπτω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

σκώπτω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

σκώπτω

  1. περιπαίζω, περιγελώ, χλευάζω
      5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 540
    οὐδ᾽ ἔσκωψε τοὺς φαλακρούς, οὐδὲ κόρδαχ᾽ εἵλκυσεν,
    δεν κορόιδεψε αυτή φαλακρούς, ούτε κόρδακα έσυρε,
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greeklanguage.gr
      5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 992
    καὶ τοῖς αἰσχροῖς αἰσχύνεσθαι, κἂν σκώπτῃ τίς σε φλέγεσθαι·
    για όσα πρέπει να ντρέπεσαι θα ᾽χεις ντροπή, κι αν κανείς σε πειράζει, θ᾽ αγριεύεις·
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greeklanguage.gr
      4ος πκε αιώνας Δημοσθένης, Κατὰ Μειδίου, 134
    εἶτα, εἴ σ᾽ ἐπὶ τούτοις ἔσκωψεν Ἀρχετίων ἤ τις ἄλλος, πάντας ἤλαυνες;
    Και επειδή σε περιγέλασε για το θέμα αυτό ο Αρχετίων ή κάποιος άλλος, τους κυνηγούσες όλους;
    Μετάφραση (1989): Γ. Ξανθάκη-Καραμάνου @greeklanguage.gr
  2. πειράζω, αστειεύομαι, λέω αστεία
      4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 8, 1152a
    καὶ ἔοικε δὴ ὁ ἀκρατὴς πόλει ἣ ψηφίζεται μὲν ἅπαντα τὰ δέοντα καὶ νόμους ἔχει σπουδαίους, χρῆται δὲ οὐδέν, ὥσπερ Ἀναξανδρίδης ἔσκωψεν ἡ πόλις ἐβούλεθ᾽, ᾗ νόμων οὐδὲν μέλει·
    Στην πραγματικότητα ο ακρατής άνθρωπος μοιάζει με την πόλη που εκδίδει όλα τα σωστά ψηφίσματα και έχει εξαίρετους νόμους, που δεν εφαρμόζει όμως τίποτε από όλα αυτά — όπως το είπε σκωπτικά ο Αναξανδρίδης: «Η πόλη το ᾽θελε, που για τους νόμους δεν της καίγεται καρφί,»
    Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greeklanguage.gr

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
σκωπτ-, σκωμμ-, σκωψ- 

θέμα σκωπτ-

  • ἀντεπισκώπτω
  • ἀντισκώπτω
  • ἀποσκωπτικῶς (επίρρημα)
  • ἀποσκώπτω
  • διασκώπτομαι
  • διασκώπτω
  • ἐπισκώπτης
  • ἐπισκώπτω
  • φιλοσκωπτέω
  • φιλοσκώπτης
  • κατασκώπτω
  • παρασκώπτω
  • προσεπισκώπτω
  • προσσκώπτω
  • σκωπτηλός
  • σκώπτης
  • σκωπτικός
  • σκωπτόλης
  • σκωπτολόγος
  • σκώπτρια
  • ὑποσκώπτω

θέμα σκωμμ-

θέμα σκωψ-

  • ἐπίσκωψις
  • σκῶψις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.